- σαραντάμερο
- και σαρανταήμερο, το, Ν1. χρονική περίοδος σαράντα ημερών2. εκκλ. η νηστεία πριν από τα Χριστούγεννα, η οποία διαρκεί 40 ημέρες από τις 15 Νοεμβρίου ώς τις 25 Δεκεμβρίου3. παροιμ. «σαραντάμερο σαραντάγνωμο» — λέγεται για να δηλώσει τις άστατες καιρικές συνθήκες που επικρατούν τον Νοέμβριο και Δεκέμβριο.[ΕΤΥΜΟΛ. < σαράντα + μέρα / ημέρα].
Dictionary of Greek. 2013.